μαντολινάτα

μαντολινάτα
η
1. ορχήστρα από μαντολίνα, κιθάρες και μαντόλες
2. μουσικό κομμάτι που συνοδεύεται από μαντολίνο ή από μαντολινάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mandolinata < mandola (πρβλ. μασκαράτα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαντολινάτα — η (λ. ιταλ.), ορχήστρα από μαντολίνα: Οι μαντολινάτες της Ζακύνθου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανδολινάτα — η βλ. μαντολινάτα …   Dictionary of Greek

  • μασκαράτα — η ομάδα ή πομπή από μασκαράδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mascarata (πρβλ. μαντολινάτα)] …   Dictionary of Greek

  • Ψάχος, Κωνσταντίνος — (Μεγάλο Ρεύμα, Βόσπορος 1869 – Αθήνα 1949). Έλληνας μουσικολόγος, θεωρητικός, μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στα πρώτα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”